ταχτάρισμα

ταχτάρισμα
το
1. με τα χέρια κούνημα βρέφους πάνω κάτω για να καθησυχάσει ή να διασκεδάσει το ίδιο.
2. τραγουδάκι κατά το ταχτάρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταχτάρισμα — Είδος νανουρίσματος. Το τ. είναι τραγούδι με το οποίο οι μητέρες χορεύουν με τα χέρια τα μωρά τους. Τα τ. μοιάζουν ως προς το περιεχόμενο με τα νανουρίσματα, έχουν όμως ζωηρότερο ρυθμό, ανάλογο με τις χορευτικές κινήσεις. * * * το, Ν [ταχταρίζω]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”